Η ποιότητα ζωής σαν έννοια είχε παραδοσιακά συνδεθεί με την υγεία, την κατοχή βασικών αγαθών και γενικότερα με τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων και χρησιμοποιείται ευρέως σε διαφορετικά πεδία (κοινωνιολογία, ιατρική, οικονομία, κ.ά.).
Σταδιακά και άλλοι όροι, όπως «ευημερία» και «ικανοποίηση από τη ζωή» άρχισαν να χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί η ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου, αναδεικνύοντας ότι πρόκειται για μια έννοια ομπρέλα που συνδέεται με διάφορες υποκειμενικές και αντικειμενικές όψεις της ανθρώπινης ζωής.
Στη σχετική βιβλιογραφία έχει προσδιοριστεί μια πληθώρα παραγόντων που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δυο ευρείες κατηγορίες, ανάλογα με το αν σχετίζονται με γενικότερες ή/και αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και από την άλλη με το υποκειμενικό βίωμα του ατόμου:
Εύλογα θα λέγαμε δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός για την ποιότητα ζωής. Κατά καιρούς η ποιότητα ζωής έχει προσδιοριστεί με διάφορους τρόπους. Ενδεικτικά παρατίθενται κάποιοι ορισμοί από διαφορετικές περιόδους που αντανακλούν και διαφορετικές όψεις του φαινομένου ή προσεγγίσεις που κατά καιρούς έχουν υιοθετηθεί για την κατανόηση του φαινομένου:
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ποιότητα ζωής φαίνεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρύτερη κουλτούρα και τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Επίσης, η ποιότητα ζωής φαίνεται να συνδέεται τόσο με τις θετικές όσο και τις αρνητικές πτυχές της ζωής και αναδεικνύει τη σχέση μεταξύ των ατόμου και της κοινωνίας όσον αφορά στους προσωπικούς στόχους και τις προσδοκίες σχετικά με τις υπάρχουσες αξίες, αρχές και κανόνες/νόρμες.
Όταν προσπαθούμε να εντοπίσουμε και να συζητήσουμε πρότυπα για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων σε διάφορα μέρη του κόσμου ή ακόμα και μιας μεμονωμένης χώρας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιων οι απόψεις θα πρέπει να είναι καθοριστικές. Θα πρέπει, για παράδειγμα, να λαμβάνουμε υπόψη το τι θεωρείται ως το πιο ουσιώδες για την ευημερία σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις μιας χώρας ή μιας περιοχής, ή θα πρέπει, αντ' αυτού, να αναζητήσουμε κάποια πιο οικουμενική περιγραφή και κριτήρια ποιότητας ζωής; Το ερώτημα αυτό πρέπει να προσεγγίζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία.
Δίνοντας προτεραιότητα σε τοπικές αντιλήψεις γύρω από την ποιότητα ζωής ουσιαστικά αναγνωρίζουμε ότι άνθρωποι που ζουν σε διαφορετικές περιοχές, ακόμα και εντός της ίδιας χώρας, μπορεί, λόγω παραδόσεων και τοπικών συλλογικών εμπειριών, να έχουν διαφορετικά κριτήρια από ανθρώπους άλλων περιοχών. Είναι πράγματι πολύ πιθανό άνθρωποι που ζουν σε μητροπολιτικές περιοχές, όπως η Αττική, να έχουν διαφορετικά κριτήρια για την ποιότητα ζωής σε σχέση με ανθρώπους που ζουν σε απομακρυσμένες ή αραιοκατοικημένες περιοχές της Ελλάδας. Το προφανές πλεονέκτημα μιας τέτοιας προσέγγισης στον προσδιορισμό των προτύπων και κριτηρίων αξιολόγησης της ποιότητας ζωής των ανθρώπων είναι ότι αναγνωρίζουν την διαφορετικότητα και συνεπώς μπορεί να έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με τις διαδεδομένες αξίες, απόψεις, και εμπειρίες των ανθρώπων του κάθε τόπου.
Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό τοπικά κυρίαρχες, βαθιά ριζωμένες, παραδόσεις, αξίες και συνήθειες να περιέχουν στοιχεία αδικίας ή ακόμα και καταπίεσης έναντι ορισμένων ομάδων ή κατηγοριών ανθρώπων στον οποιοδήποτε τοπικό πληθυσμό. Για το λόγο αυτό συχνά χρειάζεται να υπερβαίνουμε τοπικές ή ακόμα και ευρύτερες πολιτισμικές διαφοροποιήσεις και να αναζητούμε κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας ζωής μέσα από μια πιο κριτική και καθολική οπτική. Μια τέτοια οπτική έχει τη δυνατότητα να εξετάσει κριτήρια ποιότητας ζωής που υπερβαίνουν μεροληψίες και προνομιακές θεωρήσεις της ζωής με τρόπο συμπεριληπτικό για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, τη γλώσσα, την εθνικότητα, την καταγωγή, τη θρησκεία ή την κατάσταση της υγείας τους. Ωστόσο και αυτή η προσέγγιση αναπόφευκτα συναντά δυσκολίες στην τεκμηρίωσή της, καθώς καθολικά προσδιορισμένα κριτήρια ποιότητας ζωής ενέχουν και αυτά τον κίνδυνο μεροληψιών. Τι μπορεί να μας εγγυηθεί ότι καθολικά κριτήρια ποιότητας ζωής είναι το ίδιο σημαντικά, αποδεκτά και έγκυρα για όλους τους ανθρώπους; Μήπως τα καθολικά κριτήρια ποιότητας ζωής εν τέλει διατρέχουν κι αυτά τον κίνδυνο να ενσωματώνουν κυρίως τις αξίες εκείνων που τα προτείνουν και τα εφαρμόζουν, υποβαθμίζοντας τη σημασία αξιών που δεν τις ασπάζονται, παρόλο που μπορεί να είναι σημαντικές για άλλους ανθρώπους;
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά ιδίως όταν πρότυπα και κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας ζωής των ανθρώπων και μετρήσεις που βασίζονται σε αυτά αξιοποιούνται για να καθοδηγήσουν τη διαμόρφωση πολιτικών και τη λήψη πολιτικών αποφάσεων που έχουν στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των σύγχρονων κοινωνιών.
Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), η στατιστική υπηρεσία Eurostat αξιοποιεί μια σειρά στατιστικών δεδομένων για διάφορες διαστάσεις βάσει των οποίων μπορεί να αξιολογηθεί η ευημερία των πολιτών της. Σύμφωνα με το πλαίσιο μέτρησης που έχει θεσπιστεί από την Ε.Ε, η ποιότητα ζωής, ως μετρήσιμη έννοια, είναι ευρύτερη από την οικονομική απόδοση, όπως αυτή αντανακλάται στο ΑΕΠ κάθε χώρας, και το βιοτικό επίπεδο. Περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παραγόντων που επηρεάζουν αυτό που οι άνθρωποι εκτιμούν στη ζωή πέρα από τις υλικές πτυχές της.
Οι παράγοντες που δυνητικά επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής των Ευρωπαίων πολιτών κυμαίνονται από την εργασία και την κατάσταση της υγείας μέχρι τις κοινωνικές σχέσεις, την ασφάλεια και τη διακυβέρνηση. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο μέτρησης της ποιότητας ζωής στην Ε.Ε. καλύπτει τις ακόλουθες 8+1 διαστάσεις:
Οκτώ από αυτές τις διαστάσεις αφορούν τις λειτουργικές ικανότητες που πρέπει να έχουν οι πολίτες στη διάθεσή τους για να επιδιώκουν αποτελεσματικά την αυτοπροσδιοριζόμενη ευημερία τους, σύμφωνα με τις δικές τους αξίες και προτεραιότητες. Η τελευταία διάσταση αναφέρεται στην προσωπική επίτευξη της ικανοποίησης από τη ζωή και της ευημερίας. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε επιγραμματικά τι περιλαμβάνουν ορισμένες από τις διαστάσεις του πλαισίου ποιότητας ζωής της Ε.Ε.
Διάσταση ποιότητας ζωής: Παραγωγική ή κύρια δραστηριότητα
Σύμφωνα με το πλαίσιο της Ε.Ε. για την ποιότητα ζωής, ο όρος «παραγωγική ή κύρια δραστηριότητα» αναφέρεται στην αμειβόμενη εργασία, τη μη αμειβόμενη εργασία (για παράδειγμα, μη αμειβόμενη εργασία φροντίδας μελών της οικογένειας ή εθελοντισμός) και άλλα είδη κύριας δραστηριότητας (για παράδειγμα, σπουδές ή συνταξιοδότηση). Η αξιολόγηση της επίδρασης του εργασιακού βίου στη συνολική ποιότητα ζωής είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα, καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλές συμπληρωματικές πτυχές της δραστηριότητας ενός ατόμου. Σε γενικές γραμμές, πρέπει να μετρηθεί η ποσότητα καθώς και η ποιότητα της απασχόλησης.
Διάσταση ποιότητας ζωής: Υγεία
Η κακή υγεία όχι μόνο υπονομεύει την ποιότητα ζωής ενός ατόμου (και της οικογένειάς του), αλλά μπορεί να συντομεύσει τη διάρκεια της ζωής του. Σε συλλογικό επίπεδο, η κακή υγεία εμποδίζει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μειώνοντας το ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει η κοινωνία. Έτσι, η μακροχρόνια και υγιής ζωή μπορεί να μην είναι μόνο προσωπικός στόχος, αλλά και ένδειξη της κοινωνικής ευημερίας και επιτυχίας. Η υγεία είναι μια πολύπλευρη έννοια και δεν υπάρχει ένας μόνο δείκτης που να μπορεί να εκτιμήσει επαρκώς τον αντίκτυπό της σε σχέση με την ποιότητα ζωής. Οι δαπάνες για την υγεία αποτελούν σημαντικό μέρος των κρατικών και ιδιωτικών δαπανών στην ΕΕ. Η αποτελεσματικότητά τους μπορεί να μετρηθεί με ένα συνδυασμό αντικειμενικών δεικτών αποτελεσμάτων υγείας, όπως το προσδόκιμο ζωής, τα έτη υγιούς ζωής ή η αυτοαντίληψη της υγείας. Ωστόσο, το πλαίσιο της Ε.Ε. για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής περιλαμβάνει, επίσης, πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό του πληθυσμού με ανεκπλήρωτες ανάγκες ιατρικής ή/και οδοντιατρικής περίθαλψης, καθώς και ένα σύνολο δεικτών υγειών συμπεριφορών (όπως η σωματική δραστηριότητα ή η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών), καθώς και ανθυγιεινών συμπεριφορών (όπως το κάπνισμα ή η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ).
Διάσταση ποιότητας ζωής: Διακυβέρνηση και βασικά δικαιώματα
Σύμφωνα με το πλαίσιο της Ε.Ε. για την ποιότητα ζωής, η κοινωνία των πολιτών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, καθώς και η υπεύθυνη διακυβέρνηση είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σύγχρονων δημοκρατιών που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Οι δημόσιοι φορείς πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από τη διαφθορά, την πολιτική παρέμβαση ή την προκατάληψη, ενώ θεσμικοί έλεγχοι, η διαφάνεια και η ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση θεωρούνται ως απαραίτητοι για να διασφαλιστεί η λογοδοσία.
Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε ορισμένους χάρτες με δεδομένα δεικτών ποιότητας ζωής από την Eurostat. Στον πρώτο χάρτη απεικονίζεται ανά χώρα η διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης ανδρών και γυναικών.
Χάρτης 1: Διάσταση ποιότητας ζωής “Διακυβέρνηση και βασικά δικαιώματα”. Δείκτης “χάσμα απασχόλησης ανά φύλο” (2021).
Πηγή: Eurostat. https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/tesem060/default/map |
Όπως παρατηρούμε, στην Ελλάδα εμφανίζεται μια από τις μεγαλύτερες διαφορές στην απασχόληση των γυναικών έναντι των ανδρών κατά το 2021 (διαφορά 19.8%). Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερα εμπόδια στην πρόσβαση στην απασχόληση έναντι των ανδρών συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., κάτι που ασφαλώς επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της ζωής τους.
|
Στον παρακάτω χάρτη παρουσιάζονται ανά χώρα τα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα αλκοόλ τουλάχιστον μια φορά το μήνα.
Χάρτης 2: Διάσταση ποιότητας ζωής “Υγεία”. Δείκτης “συχνότητα έντονης κατανάλωσης αλκοόλ-τουλάχιστον μια φορά το μήνα” (2019).
Πηγή: Eurostat. https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/HLTH_EHIS_AL3I__custom_3342566/default/map |
Όπως απεικονίζεται στον παραπάνω χάρτη, στην Ελλάδα παρουσιάζεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά έντονης κατανάλωσης αλκοόλ τουλάχιστον μια φορά το μήνα σε ολόκληρη την Ε.Ε. (5.7%). Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα μια όψη του μη υγιεινού τρόπου διαβίωσης που αφορά την υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ και η οποία συμβάλει στην επιβάρυνση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων δεν είναι τόσο διαδεδομένη στον πληθυσμό όσο σε άλλες χώρες, όπως στη Δανία και στη Γερμανία, όπου άνω του 25% του πληθυσμού κάνει κατάχρηση του αλκοόλ. |