1.2. Η σχέση ανάμεσα στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα

 

Η καινοτομία αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της επιχειρηματικότητας και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα εργαλείο του επιχειρηματία με σκοπό να αποκτήσει επιχειρηματικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών του. Αυτό προκύπτει από τις θεωρίες που έχουν αναπτύξει διάφοροι σημαντικοί ερευνητές συνδέοντας την καινοτομία με την επιχειρηματικότητα. Για παράδειγμα, ο Say ορίζει τον επιχειρηματία ως το άτομο που αναδιοργανώνει (αλλάζει) τους πόρους από μια χαμηλή παραγωγική χρήση σε μια υψηλότερη. Για τον Drucker η καινοτομία είναι το «ειδικό» εργαλείο του επιχειρηματία, είναι το μέσο με το οποίο εκμεταλλεύεται την αλλαγή ως ευκαιρία για μια διαφορετική επιχείρηση ή διαφορετική υπηρεσία (Drucker, 1985). Η πιο σαφής σύνδεση, όμως, ανάμεσα στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα ανάγεται στο πρώιμο έργο του Joseph Schumpeter. Σύμφωνα με τον Schumpeter (1934): «ο ρόλος του επιχειρηματία είναι να αναμορφώνει ή να μετασχηματίζει τους τρόπους και τις μεθόδους παραγωγής με την εκμετάλλευση μιας εφεύρεσης ή, γενικότερα, με τη χρήση μιας μη δοκιμασμένης, στην πράξη, τεχνολογικής δυνατότητας για την παραγωγή ενός νέου προϊόντος ή την παραγωγή ενός παλιότερου με έναν νέο τρόπο, ανοίγοντας έτσι μια νέα πηγή προμήθειας των υλικών ή ενός νέου σημείου πώλησης των προϊόντων, με την αναδιοργάνωση ενός νέου τύπου βιομηχανοποίησης». Η δράση των μεμονωμένων καινοτόμων επιχειρηματιών οδηγεί στη λεγόμενη δημιουργική καταστροφή (creative destruction), οι δυνάμεις της οποίας προσδιορίζονται από τον Schumpeter ως εξής:

 

  1. Η εισαγωγή ενός νέου αγαθού (ή μια σημαντική βελτίωση της ποιότητας ενός αγαθού που ήδη υπάρχει).
  2. Η εισαγωγή μιας νέας μεθόδου παραγωγής (δηλαδή καινοτομία διαδικασίας).
  3. Το άνοιγμα μιας νέας αγοράς (ιδίως μιας εξαγωγικής αγοράς σε νέα εδάφη).
  4. Η «κατάκτηση μιας νέας πηγής προσφοράς πρώτων υλών ή ημικατεργασμένων αγαθών».
  5. Η δημιουργία ενός νέου είδους βιομηχανικής οργάνωσης (δηλαδή οργανωσιακή καινοτομία).

 

Οι Sexton & Smilor (1986) αναφέρουν ότι οι επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν μια σειρά προκλήσεων στην προσπάθεια τους να εφαρμόσουν νέες ιδέες και να επιλύσουν προβλήματα. Εξετάζοντας την ένταση της επιχειρηματικότητας στην πάροδο των χρόνων, παρατηρείται ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι πιο έντονη κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής αναταραχής (Morrison, 2000). Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί σε ένα βαθμό με το γεγονός ότι οι τρόποι ανάπτυξης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων δεν είναι πλέον αποτελεσματικοί, και τελικά επιβιώνουν αυτοί που κάνουν διαφορετικά πράγματα ή τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ή αλλιώς, αυτοί που καινοτομούν.

Η διαδικασία γέννησης της καινοτομίας μπορεί να έχει απασχολήσει αρκετά τη βιβλιογραφία (Von Hippel, 1988), δεν παύει όμως να είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 επικράτησε στη βιβλιογραφία η άποψη ότι οι καινοτομίες προέρχονται είτε από την προσφορά (supply driven) είτε από τη ζήτηση (demand driven) (Mowery & Rosenberg, 1979; Kamies & Schartz, 1982). Οι καινοτομίες που απορρέουν από την προσφορά, συνήθως οφείλονται σε μια νέα τεχνολογία, ενώ όταν επιβάλλονται από τη ζήτηση τότε στοχεύουν στη κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών της αγοράς. Μάλιστα, οι Jovanovic & Rob (1987) κατηγοριοποιούν τη δομή αυτών των καινοτομιών μέσα στην επιχείρηση. Πιο ειδικά, οι καινοτομίες που επιβάλλονται από τη ζήτηση ακολουθούν μια δομή από πάνω προς τα κάτω (top–down). Δηλαδή, το τμήμα μάρκετινγκ εντοπίζει τις (τεχνολογικές) ανάγκες των πελατών και στη συνέχεια το τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) καλείται να τις αντιμετωπίσει, παράγοντας ερευνητικά αποτελέσματα. Αντίθετα, οι καινοτομίες που είναι αποτέλεσμα μιας νέας τεχνολογίας, γνωστές και ως «Schumpeterian» καινοτομίες, ακολουθούν δομή από κάτω προς τα πάνω (bottom–up), και δημιουργούν νέες ανάγκες στην αγορά. Βέβαια, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι μια νέα προσφορά θα οδηγήσει αυτόματα και σε νέα ζήτηση. Αυτό αν και έρχεται σε αντιπαραβολή με τον νόμο του Say που θεωρεί ότι «η προσφορά καθορίζει τη ζήτηση», αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι μια καινοτόμος ιδέα δεν είναι σίγουρο ότι θα επιτύχει στην αγορά. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό οι τεχνολογικές καινοτομίες να συζητούνται με βάση την πολιτική της έρευνας ενός κράτους για την ενίσχυση των αναγκών για νέα προϊόντα, την προώθηση της καινοτομίας, και τη μείωση του επενδυτικού ρίσκου των πρωτοπόρων εταιριών (Hillman & Hitt, 1999). Η δυνατότητα που έχει μια επιχείρηση για καινοτομία εξαρτάται και από τη θέση που κατέχει στην αλυσίδα εφοδιασμού (supply chain). Οι καινοτομίες που ακολουθούνται από τις επιχειρήσεις συχνά προέρχονται από τους προμηθευτές τους ή από τις εταιρίες που οι ίδιες προμηθεύουν (πελάτες).

Η καινοτομία σε επίπεδο επιχείρησης, μπορεί να προκύψει είτε από την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων του τμήματος Ε&Α είτε από την εκμετάλλευση της τεχνογνωσίας που αναδύεται από το περιβάλλον της. Οι Cohen & Levinthal (1990) έδωσαν στη δεύτερη παράμετρο δημιουργίας της καινοτομίας τον όρο «ικανότητα απορρόφησης» (absorptive capacity). Ο Rosenberg (1990), βασιζόμενος στις εργασίες των Αμερικανών οικονομολόγων Arrow και Nelson της δεκαετίας του ’50, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι εταιρίες εκπονούν βασική ή και εφαρμοσμένη έρευνα, και παρατηρεί ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να διαθέτουν ένα ειδικό τμήμα που θα μπορεί να τις συνδέει με την έρευνα που διεξάγεται στα πανεπιστήμια. Αυτή η σύνδεση είναι εξαιρετικά σημαντική αν αναλογιστεί κανείς ότι παρά την κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων και ευρεσιτεχνιών, η επιχείρηση δεν μπορεί να αξιοποιήσει εξ ολοκλήρου τα αποτελέσματα της έρευνας (η «αγορά της γνώσης» είναι οικονομικά ατελής[1]). Επίσης, σύμφωνα με τον Shane (2000), η απόκτηση νέας γνώσης και η αξιοποίηση της σε επιχειρηματικές ευκαιρίες εξαρτάται από την προηγούμενη γνώση ενός ατόμου ή ενός οργανισμού. Αν και σήμερα κυριαρχεί η άποψη της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση, αυτό το φαινόμενο οδηγεί συχνά σε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «πρόβλημα του λαθρεπιβάτη» (free rider). Δηλαδή, γίνεται χρήση αγαθών και υπηρεσιών χωρίς την καταβολή χρηματικού αντίτιμου (όπως ο λαθρεπιβάτης δεν πληρώνει εισιτήριο στις συγκοινωνίες που χρησιμοποιεί). Κατ’ αντιστοιχία, οι εταιρίες που δεν επενδύουν στην έρευνα μπορούν να καρπώνονται τα οφέλη της χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι Cohen & Levinthal (1990) ανάπτυξαν την έννοια της ικανότητας απορρόφησης θεωρώντας την επιχείρηση ως αυτόνομη οντότητα, και η ικανότητα να απορροφά γνώση εξαρτάται από: α) την προηγούμενη γνώση της και β) το εύρος δραστηριοτήτων της. Προχωρώντας ένα βήμα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε την επενδυτική συνέχεια που πρέπει να έχει το εσωτερικό τμήμα Ε&Α μιας επιχείρησης, καθώς η διαδικασία αφομοίωσης εξαρτάται από το παρελθόν της (path-dependent διαδικασία) και την προηγούμενη γνώση (Shane, 2000), και τα κενά διαστήματα λειτουργούν ανασταλτικά στην επαναπροσαρμογή της. Επίσης, μια ακόμα σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την αφομοιωτική διαδικασία είναι το εύρος γνώσεων (diversity of knowledge) που έχει η επιχείρηση. Όσο μεγαλύτερο είναι το εύρος γνώσεων της, τόσο καλύτερη είναι η ικανότητα απορρόφησης καινοτομίας. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τον ολιστικό χαρακτήρα της ικανότητας απορρόφησης, αξίζει να αναφέρουμε ότι η επικοινωνία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της επιχείρησης την επηρεάζει άμεσα. Η ικανότητα απορρέει από το εσωτερικό της επιχείρησης και τη στρατηγική της.

Οι Zahra & George (2002) προσθέτουν την ιδέα της μαθησιακής διαδικασίας στην ικανότητα απορρόφησης γνώσης των επιχειρήσεων. Η ικανότητα απορρόφησης αναλύεται σε δύο μέρη: (1) στη δυνητική ικανότητα απορρόφησης (potential absorptive capacity), που είναι ουσιαστικά η πρόσληψη γνώσης από το περιβάλλον, και (2) στην πραγματωμένη ικανότητα απορρόφησης (realized absorptive capacity), που είναι το ποσοστό της εξωτερικής γνώσης που μετασχηματίζεται σε καινοτομίες και προϊόντα από την επιχείρηση. Η σχέση των δύο αυτών συμπληρωματικών μορφών ικανοτήτων απορρόφησης εκφράζει την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης. Αυτή η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από την οξυδέρκεια των ανθρώπων ή των ομάδων των επιχειρήσεων, κι έτσι η ίδια γνώση μπορεί να αξιοποιηθεί διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους ή ομάδες.

Τέλος, ένα σημαντικό μέρος της βιβλιογραφίας της επιχειρηματικότητας αναφέρεται στη διαχείριση της καινοτομίας (innovation management). Το μοντέλο διαχείρισης της καινοτομίας διαφέρει ανάλογα με το είδος της επιχείρησης και τη βασική δραστηριότητα που ασκεί. Γενικά, στις επιχειρήσεις εκείνες όπου οι καινοτομίες δεν είναι απαιτητικές εμπορικά, η υιοθέτηση και εφαρμογή μιας καινοτομίας θα οδηγήσει στην ανάπτυξη αντίστοιχων προϊόντων. Όταν, όμως, οι καινοτομίες είναι πιο πολύπλοκες τότε είναι υποχρέωση ολόκληρης της επιχείρησης να μπορέσει να αξιοποιήσει τα ερευνητικά αποτελέσματα του τμήματος Ε&Α, κάνοντας την απαιτούμενη έρευνα αγοράς κ.λπ. Επομένως, η διαχείριση της καινοτομίας είναι απαραίτητη σε επιχειρήσεις που στηρίζουν τις δραστηριότητες τους στην αξιοποίηση νέων τεχνολογιών (Trott, 2002).

Η Kanter (2006) αναφέρει ότι η στρατηγική καινοτομίας θα πρέπει να διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα, εισάγοντας την «πυραμίδα καινοτομίας».

 

 

Σχήμα 1: Πυραμίδα καινοτομίας (πηγή: Kanter, 2006)

 

Στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι πρώιμες ιδέες (early-stage ideas) ή ιδέες στοιχειώδους (οριακής) καινοτομίας που επιτρέπουν τη συνεχή βελτίωση. Στο μεσαίο επίπεδο υπάρχει το χαρτοφυλάκιο με τις υποσχόμενες ιδέες, οι οποίες αναπτύσσονται και ελέγχονται από επιλεγμένες ομάδες. Στην κορυφή της πυραμίδας κατατάσσονται τα σημαντικά στοιχήματα (big bets), δηλαδή οι ιδέες εκείνες που αντιπροσωπεύουν σαφείς κατευθύνσεις για το μέλλον της επιχείρησης και που λαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο των επενδύσεων.

Οι Malerba & McKelvey (2010) προσδιορίζουν τις τρεις κύριες φάσεις που συνδέονται με τη διαχείριση καινοτομίας, δίνοντας όμως έμφαση στις επιχειρήσεις γνώσης:

 

  • Εισροές (inputs) στην επιχείρηση γνώσης: χρηματοδότηση, ιδιαίτερα γνωρίσματα επιχειρηματιών, πηγές της επιχείρησης και θεσμικές επιρροές (τα δύο τελευταία συνδέουν την επιχείρηση με το ευρύτερο καινοτομικό σύστημα).
  • Διαχείριση (managing) της επιχείρησης γνώσης, όπου η βιβλιογραφία εστιάζει στους εξής επτά παράγοντες: ανθρώπινοι πόροι, δίκτυο / κοινωνικό κεφάλαιο, υποδείγματα ανάπτυξης, θερμοκοιτίδες, σύνδεση ανάμεσα στη γνώση, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, από την Ε&Α στην αγορά, δυναμική της επιχείρησης γνώσης.
  • Εκροές (outputs) της επιχείρησης γνώσης: πατέντες, δημιουργία νέας επιχείρησης, αναπτυξιακή απόδοση, δημιουργία γνώσης.

 

[1] Ο Rosenberg (1990) αναφέρει ότι μια πιθανή κοστολόγηση της γνώσης απαιτεί την κατοχή της, όποιος όμως την κατέχει ήδη δεν επιθυμεί να πληρώσει γι’ αυτήν.