1.1. Βασικές έννοιες και προσεγγίσεις για την κατάρτιση & την εκπαίδευση

1.1.1 Κρίση

1.1.1.1 Εννοιολογική προσέγγιση του όρου

∆εν υπάρχει ένας και μοναδικός, κοινώς αποδεκτός ορισμός του «τι είναι μία κρίση». Η έννοια της κρίσης, είναι πολυδιάστατη και συνήθως περιγράφεται ως μια απρόβλεπτη κατάσταση, η οποία διακρίνεται από ένα ισχυρό κλίμα έντασης και ανασφάλειας και η οποία πιθανολογείται ότι θα επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα. Συνολικά, ως κρίση προσδιορίζεται κάθε κατάσταση που θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή διακόπτει την ομαλή λειτουργία δομών και εγκαταστάσεων. Στην ελληνική γλώσσα, η λέξη κρίση προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «κρίνω», ενώ εννοιολογικά εμφανίζει διπλή σημασία. Η πρώτη αφορά το «κρίνειν», δηλαδή τη συνολική διαδικασία χαρακτηρισμού και κρίσης ενός ατόμου, μιας πράξης ή συμπεριφοράς, συγκρίνοντας με ένα αντίστοιχο ανά περίπτωση πρότυπο και τοποθέτηση σε μια θέση, βάση μιας κλίμακας μέτρησης. Η δεύτερη σημασία της λέξης είναι αυτή που χαρακτηρίζει μια μη κανονική κατάσταση, μια κατάσταση δύσκολη, κρίσιμη ή επικίνδυνη. Κρίση είναι η εκτροπή που γίνεται σε ένα σημείο καμπής από την κατάσταση της κανονικότητας ανατρέποντας κάθε υπάρχον «status quo» (υφιστάμενη κατάσταση).

 

Κάθε κρίση χαρακτηρίζεται ως εκτροπή από μια κατάσταση ομαλής κανονικότητας και μπορεί να προσλάβει διαβαθμίσεις μη κανονικότητας από μια κατάσταση απλής διαταραχής μέχρι καταστάσεις μη ελεγχόμενων εκρηκτικών γεγονότων, χάους και πανικού (Κουκάκης, 2012). Συνεπώς, μια κρίση εμπεριέχει σχεδόν πάντοτε μια απειλή σχετικά με τους πόρους και τους ανθρώπους, την απώλεια του ελέγχου και μπορεί να επιφέρει ορατές ή αόρατες συνέπειες στους ανθρώπους, τους πόρους και τους οργανισμούς (Σολταρίδου, 2006). Επιπλέον, κάθε κρίση είναι μία κατάσταση, η οποία προσεγγίζει μία επικίνδυνη φάση, και είναι απαραίτητο να ληφθούν έκτακτες παρεμβατικές ενέργειες, ώστε να αποφευχθούν οι επιβλαβείς και ζημιογόνες συνέπειες για τους αποδέκτες της, με σκοπό η ομαλή λειτουργία να επανέλθει σύντομα στις συνήθεις φυσιολογικές συνθήκες.

1.1.1.2 Βασικά χαρακτηριστικά μιας κρίσης

 

Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας κρίσης είναι:

  • η απειλή για τον άνθρωπο και τους πόρους
  • το στοιχείο της έκπληξης- αιφνιδιασμού με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου
  • το μικρό χρονικό διάστημα για τη λήψη απόφασης.

1.1.1.3 Χαρακτηριστικά και στάδια της κρίσης

 

Κάθε κρίση συγκροτείται από τα επιμέρους δυσμενή αποτελέσματα που δημιουργεί η εκδήλωση ενός φαινομένου ή ένα σύνολο φαινομένων με ενιαία εκδήλωση. ∆εν είναι δηλαδή το ίδιο το φαινόμενο που προκαλεί μια κρίση, αλλά οι τυχόν δυσμενείς συνέπειές του.

 

Η σχέση φαινομένου, δυσμενών συνεπειών και κρίσης, εκφράζεται με τη συνεπαγωγή φαινόμενο - εκδήλωση - δυσμενείς συνέπειες - κρίση. Απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθεί μια κρίση είναι η εκδήλωση ενός φαινομένου και η πρόκληση σε δεύτερο βαθμό, δυσμενών αποτελεσμάτων, σε αντιστοιχία με τα χαρακτηριστικά του φαινομένου. Επομένως, τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης είναι ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του φαινομένου που αποτελεί το γενεσιουργό της αίτιο (Heath, 1998).

Κάθε κρίση ανεξάρτητα από τη μορφή της και το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργείται, χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα "εξωτερικά" χαρακτηριστικά (Σφακιανάκης, 1998):

 

  • Εμφανίζεται με κλιμακούμενη ένταση. Η κατάσταση μιας κρίσης είναι δυναμική και συνηθέστερα όταν εμφανίζεται, δεν εκδηλώνεται από την πρώτη στιγμή με τη μεγαλύτερή της ένταση, αλλά σταδιακά κλιμακώνεται.
  • Επικρατεί υψηλό αίσθημα ανασφάλειας και κινδύνου. Κατά την περίοδο που η κρίση εμφανίζεται, οι εμπλεκόμενοι κυριεύονται από άγχος, καθώς αισθάνονται να χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης.
  • Επηρεάζονται οι συνήθεις λειτουργίες και ρυθμοί. Η ένταση και η ανησυχία για το χειρότερο «σενάριο» εξέλιξης των γεγονότων, διαταράσσουν και μεταβάλλουν την συνήθη εύρυθμη λειτουργία του ατόμου, της επιχείρησης, της κοινωνίας.
  • Διακινδυνεύεται η δημόσια/διεθνής εικόνα της μονάδας/χώρας. Οι συνέπειες κάθε εμφανιζόμενης κρίσης, συνήθως πλήττουν την «εικόνα».
  • Διενεργείται εξονυχιστικός έλεγχος από τους αρμόδιους κρατικούς - διακρατικούς φορείς και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.). Η εκδήλωση μιας κρίσης αναπόφευκτα προκαλεί το ενδιαφέρον των αρμόδιων φορέων, αλλά και των Μ.Μ.Ε, καθώς υπάρχει αυξημένη ζήτηση για πληροφόρηση, προς αποκατάσταση των εικασιών για τα γεγονότα.
  • Προκαλεί βλάβες και υλικές ζημιές. Προκαλείται συνήθως ηθική βλάβη, η οποία ζημιώνει την ισχύ της χώρας, ή το προφίλ της επιχείρησης, ενώ παράλληλα προκαλείται δυσλειτουργία στην εμπορική της δραστηριότητα.

 

Εικόνα 1: Ενταση Κρίσης και Διάρκεια Εκδήλωσης Κρίσης

Πηγή: Τοκάκης, 2012

 

1.1.1.4 ∆ιαχείριση καταστροφών και κρίσεων – Λήψη Απόφασης

 

Ο όρος διαχείριση κρίσεων περιλαμβάνει το σύνολο των διαδικασιών πρόληψης, περιορισμού ή και επίλυσης - εκτόνωσης των κρίσεων. Διαχείριση κρίσης καλείται η τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται η μείωση του κινδύνου και της ανασφάλειας, με σκοπό τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης (Στόγιας, 2009). Ο χειρισμός μιας κρίσης περιλαμβάνει δύσκολες αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται υπό συνθήκες πίεσης χρόνου και δυναμικών εξελίξεων, από στελέχη που είναι αναγκασμένα να εργάζονται σε περιβάλλον αβεβαιότητας (Κουσκουβέλης, 1997).

 

Επίσης, ο ορισμός περιλαμβάνει τις εργασίες σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση μιας κρίσης, με στόχο την ελαχιστοποίηση των συνεπειών στον άνθρωπο, το φυσικό περιβάλλον, τις υποδομές και την κοινωνική και οικονομική οργάνωση των κοινωνιών. Η Κοινοτική ετοιμότητα είναι η ικανότητα των κοινοτήτων να προετοιμαστούν, να αντέξουν και να ανακάμψουν από περιστατικά δημόσιας υγείας τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

 

Ως διαχείριση κρίσεων ορίζεται και η ενδελεχής μελέτη και πρόβλεψη των κινδύνων που ενδέχεται να απειλήσουν μια χώρα, μία περιοχή, μια επιχείρηση ή έναν οργανισμό, με σκοπό τη μείωση της αβεβαιότητας και τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων, πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά την κρίση, ώστε είτε να αποφευχθεί, είτε να προφυλάξει τους ανθρώπους, το περιβάλλον, τους εργαζόμενους και την οικονομική θέση της επιχείρησης. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ορισμό του σύγχρονου προτύπου: «Η διαχείριση κρίσεων είναι οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και τα μέτρα τα οποία είναι προγραμματισμένα και μπαίνουν σε εφαρμογή για να προλάβουν και να αντιμετωπίσουν την κρίση» (Glaesseer, 2006).

 

Η διαχείριση κρίσεων είναι μια συνεχής διαδικασία με την οποία τα άτομα, οι ομάδες και τα κοινωνικά σύνολα αντιμετωπίζουν τους διαφόρους κινδύνους σε μια προσπάθεια αποφυγής ή μετριασμού των δυσμενών επιπτώσεων που μπορούν να προκύψουν. Ουσιαστικά, τα επιμέρους μέτρα στο σύνολό τους, πλαισιώνουν τη σταθερή πρακτική της αποφυγής και αναχαίτισης μιας κρίσης.

 

Η ∆ιαχείριση Καταστροφών (Disaster Management) περιλαμβάνει το σύνολο των τακτικών και διαχειριστικών αποφάσεων και επιχειρησιακών δραστηριοτήτων για τα διάφορα στάδια μιας καταστροφής, με στόχο την αποφυγή, το μετριασμό ή τη μεταφορά των δυσμενών επιπτώσεων των διαφόρων κινδύνων, την άμεση απόκριση του κρατικού μηχανισμού μετά από μία καταστροφή, τη γρήγορη ανάκαμψη της πληγείσας κοινωνίας και την επαναφορά της στους αρχικούς ρυθμούς ανάπτυξης (Κεραμίδας, 2017).

 

Εικόνα 2: Απλουστευμένο μοντέλο Διαχείρισης 

Εικόνα 3: Βασικό Μοντέλο Διαχείρισης Κρίσεων

Πηγή: Διαχείριση Κρίσεων, slideplayer.gr           Πηγή: Διαχείριση Κρίσεων, slideplayer.gr

 

1.1.2 Καταστροφή

1.1.2.1 Εννοιολογική προσέγγιση του όρου

 

Η αμέσως επόμενη ευρέως χρησιμοποιούμενη λέξη είναι αυτή της καταστροφής (disaster), όπου και απαιτείται η ύπαρξη ενός σαφούς διαχωρισμού απ’ αυτή της έννοιας της κρίσης. Βασικός παράγοντας που διακρίνει την ‘’καταστροφή’’ απ’ την ‘’κρίση’’ είναι η προέλευσή της και το μέγεθος, αφού θεωρεί ότι η πρώτη καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση (Henderson, 2003).

 

Καταστροφή θεωρείται η σοβαρή διακοπή της λειτουργίας μιας κοινωνίας, η οποία συνδέεται με εκτεταμένες ανθρώπινες, υλικές, οικονομικές ή περιβαλλοντικές απώλειες και επιπτώσεις και η οποία υπερβαίνει την ικανότητα της πληγείσας κοινότητας να ανταπεξέλθει με ίδιους πόρους και ίδιες δυνατότητες (Wikipedia, 2022). Σύμφωνα με τους Merz και Plate (2001), καταστροφή είναι ένα γεγονός, εντοπισμένο στο χώρο και στο χρόνο, κατά το οποίο μια κοινότητα υφίσταται σοβαρό κίνδυνο και παρουσιάζει τέτοια απώλεια σε ανθρώπους και υλικές ζημιές, που η κοινωνική δομή διαλύεται και παρεμποδίζεται η εκπλήρωση όλων ή μερικών από τις ουσιώδεις λειτουργίες της. Οι καταστροφές συχνά περιγράφονται ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού έκθεσης σε έναν κίνδυνο, συνθηκών τρωτότητας που υπάρχουν και ανεπάρκειας της ικανότητας ή των μέτρων για μείωση ή αντιμετώπιση των πιθανών αρνητικών συνεπειών.

 

Το Κέντρο για την Έρευνα και την Επιδημιολογία των Καταστροφών (CRED 2021) ορίζει την καταστροφή ως «μια κατάσταση ή ένα γεγονός που υπερβαίνει τις τοπικές δυνατότητες και επιβάλλει ως αναγκαιότητα το αίτημα για εξωτερική βοήθεια είτε εθνικού είτε διεθνούς επιπέδου, ένα απρόβλεπτο και συχνά ξαφνικό γεγονός που προκαλεί μεγάλες βλάβες και ανθρώπινα βάσανα» ενώ στο άρθρο 2 του Ν.3013/2002 (ΦΕΚ 102Α) «Ως καταστροφή ορίζεται κάθε ταχείας η βραδείας εξέλιξης φυσικό φαινόμενο η τεχνολογικό συμβάν στο χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο χώρο, το οποίο προκαλεί εκτεταμένες δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο, καθώς και στο ανθρωπογενές ή φυσικό περιβάλλον

 

1.1.2.2 Βασικές συνιστώσες για την πρόκληση μιας καταστροφής

Η καταστροφή δεν ταυτίζεται με το φαινόμενο ή το συμβάν που αποτελεί το έναυσμά της, παρότι συχνά γίνεται σύγχυση. Η καταστροφή προκαλείται όταν η εκδήλωση ενός επικίνδυνου συμβάντος ή φαινομένου συνυπάρχει με συνθήκες ευπάθειας και τρωτότητας στην κοινωνία και αποδεικνύεται ανεπαρκής η ικανότητα της κοινωνίας να μετριάσει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις και να ανακάμψει από αυτές (Δανδουλάκη, 2010).

 

Εικόνα 4: Βασικές συνιστώσες καταστροφής

Πηγή: Δανδουλάκη, (2010).

Στις επιπτώσεις μιας καταστροφής περιλαμβάνονται η απώλεια ζωής, οι τραυματισμοί, οι ασθένειες και άλλα αρνητικά επακόλουθα στην υγεία, οι απώλειες περιουσίας, η καταστροφή αγαθών, η απώλεια υπηρεσιών, κοινωνικές και οικονομικές δυσλειτουργίες καθώς και η περιβαλλοντική υποβάθμιση.

Η καταστροφή δεν ταυτίζεται με το φαινόμενο ή το συμβάν που αποτελεί το έναυσμά της, παρότι συχνά γίνεται αυτή η σύγχυση. Η καταστροφή προκαλείται όταν η εκδήλωση ενός επικίνδυνου συμβάντος ή φαινομένου συνυπάρξει με συνθήκες ευπάθειας και τρωτότητας στην κοινωνία και αποδεικνύεται ανεπαρκής η ικανότητα της κοινωνίας να μετριάσει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις και να ανακάμψει από αυτές

Αναλυτικότερα, οι καταστροφές αποτελούν απόρροια συνδυασμού των εξής στοιχείων: Της επικινδυνότητας να εκδηλωθεί ένα επικίνδυνο φαινόμενο, της έκθεσης σε ένα ενδυνάμει επικίνδυνο φαινόμενο, της τρωτότητας και της ικανότητας αντιμετώπισης και ανάκαμψης.

 

Εικόνα 5: Συνδυασμός στοιχείων καταστροφής

Πηγή: Δανδουλάκη, (2010)

 

Προκειμένου να ενσωματωθεί μια καταστροφή στη βάση δεδομένων της Διεθνούς Στρατηγικής των Ηνωμένων Εθνών για τη Μείωση των Καταστροφών (UNISDR) θα πρέπει να ικανοποιούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια (Σαπουντζάκη &  Δανδουλάκη, 2015):

(α) αναφορά για 10 τουλάχιστον θανάτους,

(β) αναφορά για 100 τουλάχιστον επηρεασμένους,

(γ) κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την υπεύθυνη Κυβέρνηση, και

(δ) αίτημα της εθνικής κυβέρνησης για διεθνή βοήθεια.

 

Ομοίως για να εισαχθεί μία καταστροφή στη βάση δεδομένων EM-DAT

 πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια (CRED, 2021):

  • 100 ή περισσότερα άτομα ανέφεραν ότι επηρεάστηκαν,
  • 10 ή περισσότεροι άνθρωποι αναφέρθηκαν νεκροί,
  • κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης
  • έκκληση για διεθνή βοήθεια.

 
1.1.3 Ευπάθεια – Ανθεκτικότητα - Έκθεση

 

Παρατίθενται οι βασικοί ορισμοί των εννοιών Ευπάθειας (Susceptibility) και Ανθεκτικότητας (Resilience) και προσδιορίζονται στοιχεία έκθεσης σε κινδύνους:

 

Ευπάθεια (Susceptibility): οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εξέλιξη ενός κινδύνου σε καταστροφή.

 

Ανθεκτικότητα (Resilience): η ικανότητα ενός συστήματος ή μιας κοινωνίας, εν δυνάμει εκτεθειμένη σε πιθανούς κινδύνους, να αντιστέκεται ή να προσαρμόζεται με στόχο να διατηρήσει ένα αποδεκτό επίπεδο λειτουργίας και συνοχής.

 

Έκθεση: Άνθρωποι, περιουσίες, συστήματα ή άλλα στοιχεία που υπάρχουν σε επικίνδυνες περιοχές και επομένως υπόκεινται ενδεχομένως σε απώλειες. Μέτρο της έκθεσης μπορεί να αποτελεί ο αριθμός των ανθρώπων ή οι τύποι των αγαθών σε μια περιοχή. Αυτά μπορεί να συνδυαστούν με την τρωτότητα των στοιχείων που είναι εκτεθειμένα σε ένα συγκεκριμένο κίνδυνο, προκειμένου να εκτιμηθεί ποσοτικά η διακινδύνευση στην περιοχή ενδιαφέροντος.

 

1.1.4 Διακινδύνευση – Επικινδυνότητα - Πολυεπικινδυνότητα

 

Αναλύονται οι βασικές έννοιες της Επικινδυνότητας (hazard), του Κινδύνου/της Διακινδύνευσης (Risk) και της Πολυεπικινδυνότητας:

 

Επικινδυνότητα (hazard) ορίζεται ως: ένα επικίνδυνο φαινόμενο, ουσία, ανθρώπινη δραστηριότητα ή συνθήκη, που μπορεί να προκαλέσει απώλεια ζωής, τραυματισμό ή άλλες επιπτώσεις στην υγεία, απώλεια περιουσίας, απώλεια των προς το ζην και υπηρεσιών, κοινωνική και οικονομική διαταραχή ή περιβαλλοντική ζημία. Τα επικίνδυνα φαινόμενα είναι γεωλογικής, μετεωρολογικής, υδρολογικής, ωκεανογραφικής, βιολογικής και τεχνολογικής προέλευσης και επιδρούν σε μερικές περιπτώσεις σε συνδυασμό. Στα ελληνικά, ο όρος «hazard” αποδίδεται από ορισμένες επιστημονικές και επαγγελματικές ομάδες και ως κίνδυνος.

 

Κίνδυνος (Risk): είναι το ενδεχόμενο ή η πιθανότητα για ένα συγκεκριμένο επίπεδο απωλειών (κάθε είδους) από και σε ένα δεδομένο σύνολο στοιχείων εκτεθειμένων σε δεδομένο επίπεδο Επικινδυνότητας.

 

Διακινδύνευση (Risk): Στο πεδίο της διαχείρισης των καταστροφών, η διακινδύνευση (risk) εκφράζει το συνδυασμό της πιθανότητας να συμβεί ένα συμβάν και των ενδεχόμενων αρνητικών συνεπειών του. Στα ελληνικά, ο όρος «risk» αποδίδεται από ορισμένες επιστημονικές και επαγγελματικές ομάδες και ως κίνδυνος. Ο όρος έχει δύο διακριτές σημασίες: στην κοινή χρήση του, η έμφαση συνήθως δίνεται στην ιδέα της πιθανότητας ή της τύχης (π.χ. κίνδυνος ατυχήματος). Σε πιο τεχνικά-επιστημονικά πλαίσια, η έμφαση συνήθως δίνεται στις συνέπειες, σε όρους «πιθανών απωλειών» από κάποια συγκεκριμένη αιτία, σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι άνθρωποι δεν μοιράζονται κατ’ ανάγκην την ίδια αντίληψη για τη σημασία και τις θεμελιώδεις αιτίες διακινδύνευσης.

 

Πολυεπικινδυνότητα: Οι Gill και Mallamud (2014) προτείνουν ένα λειτουργικό πλαίσιο κατανόησης και αξιολόγησης της «πρότυπης» πολυεπικινδυνότητας ως ρεαλιστικής αφετηρίας για την εκτίμηση του κινδύνου: «Η εκτίμηση του κινδύνου υπό συνθήκες πολυεπικινδυνότητας πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον εντοπισμό όλων των πιθανών επικινδυνοτήτων, τη συγκριτική θεώρηση της συνεισφοράς της καθεμίας στην ολική επικινδυνότητα, συμπεριλαμβανομένων και των συνεισφορών των αλληλεπιδράσεων και των χωροχρονικών συμπτώσεων μεταξύ επικινδυνοτήτων, λαμβανομένης υπόψη και της δυναμικής φύσης της τρωτότητας σε περιβάλλον πολλαπλών πιέσεων».

 

1.1.5 Τρωτότητα

 

Αναλύονται οι βασικές διατάσεις και τα χαρακτηριστικά της τρωτότητας:

 

Η Τρωτότητα (vulnerability): συνδέεται με τα χαρακτηριστικά και συνθήκες που καθιστούν ευπαθή μια κοινότητα, ένα σύστημα ή μια υποδομή στην επίδραση ενός επικίνδυνου φαινομένου. Υπάρχουν πολλές όψεις της τρωτότητας που συνδέονται με διάφορους φυσικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Τέτοιοι παράγοντες είναι χαμηλής ποιότητας μελέτη και κατασκευή κτιρίων και έργων υποδομής, ανεπαρκής συντήρηση υποδομών, έλλειμμα στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, κακή εκτίμηση της επικινδυνότητας και υστέρηση στη λήψη κατάλληλων μέτρων, αλόγιστη χρήση περιβαλλοντικών πόρων. Η τρωτότητα μπορεί να παρουσιάζει σημαντική ανισοκατανομή μέσα στην ίδια κοινότητα και διακυμάνσεις στο χρόνο.

 

Η Κοινωνική τρωτότητα, με την ευρεία έννοια, είναι μια από τις διαστάσεις της τρωτότητας έναντι πολλαπλών πιέσεων ή πληγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών καταστροφών. Αναφέρεται στην αδυναμία ανθρώπων, οργανισμών και κοινωνιών να αντέξουν τις αρνητικές επιπτώσεις από τις πολλαπλές απειλές και πιέσεις στις οποίες εκτίθενται. Αυτές οι επιπτώσεις οφείλονται σε κάποιο βαθμό στα έμφυτα ή εγγενή χαρακτηριστικά των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, των θεσμών και των συστημάτων πολιτισμικών αξιών.

 

Η Ατομική Τρωτότητα: διαθέτουν όλοι όσοι ρισκάρουν και συνδέεται με ζητήματα προσωπικότητας και επιλογών, τύχη, έλλειψη εμπειρίας και εκπαίδευσης.

 

Η Χωροκοινωνική τρωτότητα συνδέεται με την αστική και αγροτική κοινότητα, το κοινωνικό-επαγγελματικό στρώμα, την κοινωνική τάξη κ.ο.κ.

 

Η Οικονομική τρωτότητα εμφανίζεται λόγω έλλειψης ικανοτήτων, εργασιακής ανασφάλειας, έλλειψης πόρων και περιουσίας κ.ο.κ.

 

Η Φυσική τρωτότητα (αποτελεί την τάση για υλικές απώλειες) η οποία παίζει βασικό ρόλο στην παραγωγή της οικονομικής τρωτότητας, επειδή η επιρρέπεια σε ζημιές κτιρίων, αγροτικών καλλιεργειών, ζωικού κεφαλαίου και υποδομών παράγει βλάβες και μεταφράζεται σε οικονομικές απώλειες).

 

Η Τρωτότητα εθνικότητας, αφορά κυρίως τις μειονότητες, τις εκτοπισμένες ομάδες ιθαγενούς πληθυσμού κ.ο.κ.,

 

Η Πολιτισμική τρωτότητα, εμφανίζεται λόγω θρησκευτικής, γλωσσικής ή άλλης περιθωριοποίησης,

 

Η Θεσμική τρωτότητα είναι μια μορφή συστημικής τρωτότητας, υπό την έννοια ότι οι θεσμοί στην περίπτωση των οργανισμών έχουν συστημική δομή. Η διερεύνηση της θεσμικής τρωτότητας επικεντρώνεται κυρίως στους θεσμούς εκείνους που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη μείωση των κινδύνων, είτε πριν την καταστροφή είτε κατά τη διάρκειά της, είτε μετά από αυτήν (δηλαδή τους θεσμούς για την πρόληψη, έκτακτη αντιμετώπιση, ανακούφιση και ανασυγκρότηση). Ουσιαστικά πρόκειται για την τρωτότητα του πολιτικού και διοικητικού ρόλου αυτών των θεσμών.

 

Η Συστημική τρωτότητα αναφέρεται σε συστήματα και συστημικές επιπτώσεις. Αναφέρεται δηλαδή σε σχέσεις και διαδικασίες ανατροφοδότησης που είναι άρρηκτα δεμένες με τα συστήματα.

 

Η Γεωγραφική τρωτότητα,  αναφέρεται σε όλα τα προηγούμενα, με θεώρηση όμως των διαφορετικών κλιμάκων του γεωγραφικού χώρου (τοπική, περιφερειακή, εθνική, αγροτική/αστική, κέντρου/περιφέρειας, Βορρά/Νότου)

 

Σχέδιο 1: Σχέσεις μεταξύ διαφορετικών μορφών τρωτότητας

Πηγή: ENSURE, EC project 2011, Del. 2.1.2 (Menoni, Sapountzaki et al).

 

1.1.5.1 Σχέση της τρωτότητας με την επικινδυνότητα και τον κίνδυνο

 

Οι καταστροφές μπορεί να συμβούν μόνο όταν οι επικινδυνότητες επιδρούν σε τρωτές κοινωνίες.

 

Σύμφωνα με την UNU-EHS (2006), προηγούνται τουλάχιστον δύο συνθήκες της καταστροφής:

(α) η πιθανότητα ότι το γεγονός-έναυσμα λαμβάνει χώρα (η επικινδυνότητα πραγματώνεται) και

(β) η τρωτότητα προϋπάρχει, υφίσταται δηλαδή η προδιάθεση ανθρώπων, διαδικασιών, υποδομών, υπηρεσιών, οργανισμών ή συστημάτων να επηρεαστούν, να υποστούν βλάβες ή να καταστραφούν από το γεγονός.

 

Η μαθηματική έκφραση του Κινδύνου Καταστροφής ως συνάρτηση της τρωτότητας και της επικινδυνότητας λαμβάνει την ακόλουθη μορφή:

 

Κίνδυνος = Επικινδυνότητα # Τρωτότητα (Risk = Hazard # Vulnerability)

 

όπου το σύμβολο # αντιπροσωπεύει το είδος της συνάρτησης που περιγράφει τον συνδυασμό Τρωτότητας και Επικινδυνότητας.

 

Ένα παράδειγμα συνάρτησης είναι το απλό γινόμενο, όπως προτείνεται από το UN-ISDR (2004): Κίνδυνος = Επικινδυνότητα Χ Τρωτότητα

 

Αν υιοθετηθεί η άποψη του Alexander (2002), ότι κίνδυνος είναι το ενδεχόμενο ή η πιθανότητα για ένα συγκεκριμένο επίπεδο απωλειών (κάθε είδους) από και σε ένα δεδομένο σύνολο στοιχείων εκτεθειμένων σε δεδομένο επίπεδο επικινδυνότητας, τότε θα ισχύει ότι ο συνολικός κίνδυνος εκφράζεται μέσα από την εξίσωση:

 

Συνολ. Κίνδυνος = (Σ εκτεθειμένων στοιχείων) Χ Επικινδυνότητα Χ Τρωτότητα

 

Πρόσφατες θεωρήσεις ενσωματώνουν στην εξίσωση του κινδύνου όρους και παραμέτρους όπως η Ικανότητα Αντιμετώπισης και η Έκθεση.

 

Μια μορφή εξίσωσης που υιοθετείται από πολλούς φορείς διαχείρισης είναι:

 

Κίνδυνος = Επικινδυνότητα Χ Τρωτότητα / Ικανότητα Αντιμετώπισης

 

όπου η Ικανότητα Αντιμετώπισης αντιστοιχεί στους τρόπους αξιοποίησης πόρων και διαθεσιμοτήτων για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών από μια καταστροφή.

 

Οι ελλείψεις στην Ετοιμότητα αντιστοιχούν σε προϋφιστάμενες συνθήκες εδραιωμένες στους θεσμούς, τις δομές, την κοινότητα ή μια ολόκληρη Χώρα που εμποδίζουν την αποτελεσματική αντίδραση για ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της καταστροφής (πχ έλλειψη σχεδίων έκτακτης ανάγκης).

 

Τρωτότητα = Έκθεση Χ Ευπάθεια / Ικανότητα Αντιμετώπισης

Σύμφωνα με τον UNU-EHS (2006), αρκετοί ερευνητές  προσδιορίζουν τον κίνδυνο ως συνδυασμό τριών συστατικών: της επικινδυνότητας, της έκθεσης και της τρωτότητας.

 

Κίνδυνος = Επικινδυνότητα Χ Έκθεση Χ Τρωτότητα

 

Εδώ η Τρωτότητα είναι μόνο το εσωτερικό εγγενές χαρακτηριστικό των ανθρώπων, των υποδομών, των χρήσεων κλπ. Η Επικινδυνότητα σχετίζεται μόνο με το μέγεθος, τη διάρκεια και το χρόνο του απειλητικού συμβάντος.

 

Η αλληλεπίδραση επικίνδυνων φαινόμενων και τρωτών συνθηκών γεννά τον Κίνδυνο.

 

Σε κάθε περίπτωση, το μήνυμα από τις παραπάνω μαθηματικές εκφράσεις είναι ότι η αλληλεπίδραση επικίνδυνων φαινόμενων και τρωτών συνθηκών είναι η διαδικασία που γεννά τον Κίνδυνο.

 

Η κοινή κατανόηση των κινδύνων από φυσικές καταστροφές είναι σημαντική για την ενθάρρυνση των επενδύσεων στην πρόληψη, τον μετριασμό και την ετοιμότητα των κινδύνων φυσικών καταστροφών από όλους τους ενδιαφερόμενους (OECD, 2020).